κοκκάρι

κοκκάρι
το лук-сеянец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοκκάρι" в других словарях:

  • κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) …   Dictionary of Greek

  • Kokkari — Κοκκάρι …   Deutsch Wikipedia

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • Samos City — Gemeinde Vathy Δήμος Βαθέος (Σάμου) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Sámos — Samos Samos Stadt Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Südliche Sporaden …   Deutsch Wikipedia

  • Vathi — Gemeinde Vathy Δήμος Βαθέος (Σάμου) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • κωνάριο — το (AM κωνάριον, Μ και κωνάρι[ν]) [κώνος] 1. μικρός κώνος πεύκου ή ελάτου, κουκουνάρι 2. ανατ. ο ενδοκρινής αδένας επίφυση μσν. μικρός βολβός κρεμμυδιού, κοκκάρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»